πιτσιλίζω — πιτσιλίζω, πιτσίλισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. πιτσιλάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πιτσιλίζω — Ν (δ. γρφ.) βλ. πιτσυλίζω … Dictionary of Greek
πιτσυλάδα — και (δ. γρφ.) πιτσιλάδα, η, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] στίγμα τής επιδερμίδας, φακίδα, εφηλίδα … Dictionary of Greek
πιτσυλίζω — και δ. γρφ. πιτσιλίζω και πιτσιλώ, άω, Ν πετώ, εκσφενδονίζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι σταγόνες υγρού, ιδίως ακάθαρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτσυλίζω < αρχ. πιτυλίζω < πίτυλος «κρότος τού κουπιού που χτυπά το νερό». Ο τ. πιτσιλώ σχηματίστηκε κατά… … Dictionary of Greek
πιτσυλιά — και, δ. γρφ. πιτσιλιά, η, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] κηλίδα που οφείλεται σε πιτσύλισμα … Dictionary of Greek
πιτσυλιστός — και πιτσιλιστός, ή, ό, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] 1. διάσπαρτος με πιτσυλιές, κηλίδες 2. αυτός που γίνεται με πιτσύλισμα («πιτσυλιστό επίχρισμα τοίχου») … Dictionary of Greek
πιτσύλισμα — και πιτσίλισμα, το, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πιτσυλίζω, η εξακόντιση πάνω σε κάποιον ή σε κάτι σταγόνων υγρού, ιδίως ακάθαρτου … Dictionary of Greek
ραντουρίζω — και ραντουρώ, άω, Ν ραντίζω, πιτσιλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραντίζω κατά τα ρ. σε ουρίζω (πρβλ. κλαψ ουρίζω)] … Dictionary of Greek
πιτσίλισμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του πιτσιλίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψεκάζω — ψέκασα, ψεκάστηκα, ψεκασμένος, ραντίζω κάτι, πιτσιλίζω, εκσφενδονίζω υγρό με ψεκαστήρα: Την εποχή αυτή ψεκάζουν τα δέντρα αυτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)